Αθήνα, 23 Μαΐου 2017

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΛΕΙΕ παρακολουθεί με αυξημένο ενδιαφέρον και προσοχή την δημόσια συζήτηση που διεξάγεται για τα ζητήματα της αναμόρφωσης των Αναλυτικών Προγραμμάτων Ιστορίας σε όλες τις βαθμίδες. Επειδή η συζήτηση αυτή αρχίζει να αποκτά χαρακτηριστικά που αποκλίνουν από τους επιστημονικούς κανόνες, να θίγει άκριτα πρόσωπα, να διαμορφώνει άτυπες δίκες προθέσεων, να προωθεί αντιπαραθέσεις (που είναι επιζητούμενες και θα ήταν απολύτως γόνιμες εφόσον περιορίζονταν σε επιστημονική ανταλλαγή επιχειρημάτων), επιθυμεί να προσθέσει νηφάλια και με την αυτονόητη επιστημονική ευθύνη τα ακόλουθα ερωτήματα-απόψεις:

α) Η αναθεώρηση των διδακτικών εγχειριδίων (όλων, αλλά της Ιστορίας επιτακτικότερα) αποτελεί πάντοτε εκπαιδευτικό ζητούμενο. Κυρίαρχη πεποίθηση είναι ότι τα διδακτικά εγχειρίδια που χρησιμοποιήθηκαν επί πολλές δεκαετίες, έχουν πάψει να επιτυγχάνουν αποτελεσματικά τον εκπαιδευτικό τους στόχο και να διαμορφώνουν έλληνες πολίτες σύγχρονους. Επίσης βρίσκονται σε ισχυρή απόκλιση από τις επιστημονικές συμβολές που έχουν πληθύνει τα τελευταία χρόνια, σε ένα επιστημονικό κλάδο, την Ιστορία, που από την μεταπολίτευση και κατόπιν έχει να επιδείξει δραστήριο και διεθνοποιημένο έργο. Επομένως ανακύπτουν ισχυρά τα ερωτήματα: Γιατί σε μερικές δημόσιες παρεμβάσεις αναδεικνύεται η υποχρέωση άμυνας σε κάθε απόπειρα να αναθεωρηθούν θέσφατα που διακρίνονται από «ηλικιακό μαρασμό»; Γιατί ανανεώσεις, ακόμη και οι πλέον ήπιες και προσεκτικές, που παρακολουθούν την ενισχυόμενη σύγχρονη βιβλιογραφία, προκαλούν τάσεις επιστροφής στα επικρινόμενα ως απαρχαιωμένα διδακτικά εγχειρίδια με το έωλο επιχείρημα ότι γαλούχησαν επιστημονικά γενιές και γενιές; Πώς θα λύσουμε με τρόπο επιστημονικά ώριμο την αντίφαση, που λίγη διάθεση επιδεικνύεται να αναδειχθεί;

β) Η εξελισσόμενη συζήτηση με αντικείμενο τα Αναλυτικά Προγράμματα της Ιστορίας ενώ θα έπρεπε να εστιάζει σε ζητήματα επιστημονικής ουσίας (ενδεικτικώς: στο περιεχόμενο, στους σκοπούς, στους στόχους, στη μεθοδολογία της αναθεώρησης των προγραμμάτων) αναλώνεται σε χαρακτηρισμούς για τα πρόσωπα της Επιτροπής: τις διαδρομές τους στο χρόνο, στην ιδεολογική/κοινωνική/πολιτική τους ταυτότητα, στον βαθμό απόστασής τους από το παγιωμένο ιστορικό αφήγημα. Μήπως λοιπόν για μια ακόμα φορά οι όροι συγκρότησης του «διαλόγου» υιοθετούν τη φιλοσοφία του «κοινωνικού σχολίου» και απαξιώνουν τον ίδιο τον διάλογο; Η επιστήμη της χώρας δεν έχει ανάγκη να επαναλαμβάνει τις ιδιοτυπίες που την αποξενώνουν από το διεθνές παράδειγμα. Αντιθέτως, χωρίς να μιμείται, έχει ανάγκη από επαφή με το διεθνές παράδειγμα. 

γ) Ακόμα, εφόσον στόχος της Ιστορίας είναι να διαμορφώσει την ιστορική/κοινωνική  συνείδηση των μαθητών/τριών και να διαπλάσει στοχαστικούς πολίτες, γιατί να επικρίνονται προτάσεις-διαδικασίες οργάνωσης του μαθήματος που προάγουν την πρόσληψη της πολυ-παραγοντικής διάστασης των κοινωνικών εξελίξεων;

δ) Γιατί η συζήτηση να παίρνει μορφή προσωπικής απαξίωσης και “δαμοκλείου σπάθης” για ικανότατους πανεπιστημιακούς δασκάλους που έχουν διαβεί πολλαπλά φίλτρα ακαδημαϊκής ανέλιξης, έχουν προσφέρει και προσφέρουν στην εκπαίδευση και στην κοινωνία μοχθώντας σύμμετρα και δημιουργικά; Η επιστημονική αντίρρηση στη συζήτηση είναι απολύτως ενδιαφέρουσα και μπορεί να αποβεί και παραγωγική. Αλλά οι απαξιώσεις προσώπων και η απόδοση σε αυτά αναπόδεικτων «συνομωσιολογικών» κατηγοριών τι έχει να συνεισφέρει;

ε) Τέλος, πώς είναι δυνατόν να υιοθετούνται, από δημοσιογράφους αλλά και πανεπιστημιακούς, ανάλαφρα αλλά επιδραστικά στην αντίληψη του ευρύτερου κοινού, αντιεπιστημονικές διακρίσεις για τα επιστημονικά πεδία, όπως η διάκριση που προβλήθηκε σε «ιστορικούς της εκπαίδευσης που δεν είναι όμως ιστορικοί»; Πρόκειται για αντίληψη που αποκαλύπτει άγνοια των διεθνών επιστημολογικών εξελίξεων. Για αντίληψη που εγείρει τοίχους εκεί που έχουν καταπέσει. Για αντίληψη που παραγνωρίζει την αξία των επιστημών της εκπαίδευσης ενώ διεθνώς προάγονται, όχι ως ανεξάρτητες επιστήμες αλλά ως θεματικές εξειδικεύσεις των ευρύτερων επιστημονικών πειθαρχιών. Για αντίληψη που συνιστά άγνοια ως προς τα σύγχρονα ρεύματα στη θεώρηση τόσο της «Ιστορίας της εκπαίδευσης», όσο και της «Ιστορίας».

Ο Πρόεδρος της ΕΛ.Ε.Ι.Ε.                         Η Γραμματέας της ΕΛ.Ε.Ι.Ε.

 

 

Παναγιώτης Κιμουρτζής                            Σοφία Ηλιάδου-Τάχου

Διοικητικό Συμβούλιο της Ελληνικής Εταιρείας Ιστορικών της Εκπαίδευσης:

Π.Κιμουρτζής, Δ.Μαυροσκούφης, Σ.Ηλιάδου-Τάχου, Δ.Καρακατσάνη, Τρ.Δούκας